όδευμα

όδευμα
το (Α ὅδευμα) [οδεύω]
οδοιπο-ρία, ταξίδι
νεοελλ.
(σε οχυρωματικά ή αμυντικά έργα) σήραγγα ή τάφρος μέσα από την οποία περνούν οι οπλίτες, δίοδος επικοινωνίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • όδευση — η (Α ὅδευσις) [οδεύω] 1. πορεία, οδοιπορία 2. διέλευση νεοελλ. 1. (σε περιόδους πολέμου ή πολιορκίας) α) πορεία διά μέσου οδευμάτων β) διάνοιξη οδεύμα τος 2. μέθοδος τής γεωδαισίας και τής τοπογραφίας για τον προσδιορισμό τών γεωγραφικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”